ΟΙ ΕΠΤΑ ΝΑΝΟΙ ΣΤΟ S/S CYRENIA
Στην Έλγκα
Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μη το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ' ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ' ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίττες ζυμώνει.
Απ' το ποδόσταμο πηδάν ως τη γαλέτα.
- Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατίρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγας γιος θε να την πιει σ' ένα ποτήρι.
Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του Νότου αστέρι
σωρός να πέσει, να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρουθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουν οι διακόσιοι;
Κουφός ο Σάλαχ, το κατάστρωμα σαρώνει.
- Μ' ένα ξυστρί καθάρισέ με από τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
- Γιε μου, που πας; - Μάνα, θα πάω με τα καράβια.
Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Ο πιο στερνός μ’ ένα αυλό με νανουρίζει.
Colombo 1951
FEDERICO GARCIA LORCA
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ' αχαμνά του.
Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο - πορεία προς το Βοριά.
Τράβα μπροστά - ξοπίσω εμείς - και μη σε μέλλει.
Κάτου απ' τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.
Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κ' ίσα έν' αντρίκιο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ' το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
μέσ' απ' τα διψασμένα της χωράφια τ' ανοιχτά.
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό ν' ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου